άλμπουρο

άλμπουρο
το мачта

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "άλμπουρο" в других словарях:

  • άλμπουρο — άλμπουρο, το και άρμπουρο, το (λ. ιταλ.), το κατάρτι του πλοίου: Τα κύματα τους είχαν αρπάξει το πλωριό άλμπουρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλμπουρο — και άρμπουρο, το ιστός πλοίου, κατάρτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βενετ. alboro < arboro (πρβλ. ιταλ. albero «δέντρο») < λατ. arbor «δέντρο». ΠΑΡ. νεοελ. αλμπουρίζω] …   Dictionary of Greek

  • άρμπουρο — το βλ. άλμπουρο …   Dictionary of Greek

  • αλμπουρίζω — Ναυτ. [άλμπουρο] τοποθετώ τον ιστό, ιστιοθετώ …   Dictionary of Greek

  • πρυμιός — και πρυμνιός, ά, ό, Ν [πρύμ(ν)η] πρυμναίος («πρυμιό άλμπουρο») …   Dictionary of Greek

  • Παρορίτης, Κώστας — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Λεωνίδα Σουρέα, Παρόρι Σπάρτης 1878 – Αθήνα 1931). Έλληνας πεζογράφος. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και υπηρέτησε ως εκπαιδευτικός. Ήταν δημοτικιστής με σοσιαλιστικό ιδεολογικό προσανατολισμό, που δεν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»